- βαφείο
- Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 170 μ., 69 κάτ.) στην πρώην επαρχία Λακεδαίμονας του νομού Λακωνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σπάρτης. Το Β. απέχει 6 χλμ. από τη Σπάρτη και είναι γνωστό για τον μεγάλο θολωτό μυκηναϊκό τάφο που βρίσκεται στην κορυφή ενός λόφου. Ο τάφος αυτός ήταν γνωστός από το 1805 και ανασκάφηκε από τον Χρίστο Τσούντα το 1885. Είχε συληθεί από τυμβωρύχους, οι οποίοι όμως δεν ανακάλυψαν την ταφή που υπήρχε σ’ έναν λάκκο κάτω από το δάπεδο του τάφου. Από αυτήν προήλθε ολόκληρος ο θησαυρός του Β. (σήμερα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας) που αποτελείται από τα δύο περίφημα χρυσά κύπελλα, ασημένια και αλαβάστρινα αγγεία, περιλαίμιο από αμέθυστο, χάντρες από ήλεκτρο και ορεία κρύσταλλο, αγγεία πήλινα και λίθινα, σφραγιδόλιθους (την πλουσιότερη ομάδα που έχει βρεθεί σε μυκηναϊκό χώρο), ξίφος, εγχειρίδια, μάχαιρες, αιχμές δοράτων, πέλεκυ, δαχτυλίδια χρυσά, χάλκινα και ένα σιδερένιο (το παλαιότερο σιδερένιο κόσμημα στην Ελλάδα). Ο τάφος χρονολογείται στην υστεροελλαδική ΙΙα περίοδο (1500-1450 π.Χ.).
Χρυσό κύπελλο από τον τάφο του Βαφειού, με παράσταση ταύρων που βόσκουν (Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, Αθήνα).
* * *το (AM βαφεῑον) [βαφεύς]το εργαστήριο του βαφιάαρχ.το σπίτι του βαφιά.
Dictionary of Greek. 2013.